- δακτυλοφύλακας
- ομετάλλινο έλασμα τής λαβής με το οποίο προστατεύονται τα δάχτυλα τού ξιφομάχου από χτυπήματα του αντιπάλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + φύλακας. Η λ. (δακτυλοφύλαξ) μαρτυρείται από το 1872 στον Νικόλ. Πύργο].
Dictionary of Greek. 2013.